- υποπετασμα
- ὑποπέτασμαὑπο-πέτασμα-ατος τό подстилка, ковер Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποπέτασμα — άσματος, τὸ Α [ὑποπετάννυμι] ύφασμα που τό απλώνουν στο δάπεδο … Dictionary of Greek
ὑποπετάσματα — ὑποπέτασμα a cloth to spread under neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)